-
1 λουτρό
[лутро] ουσ. о. купанье, ванна.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λουτρό
-
2 ванная
ванная ж το λουτρό, το μπάνιο (χώρος)" номер с\ваннаяой το δωμάτιο με λουτρό* * *жτο λουτρό, το μπάνιο (χώρος)но́мер с ва́нной — το δωμάτιο με λουτρό
-
3 баня
-и θ.1. λουτρό, μπάνιο•коммунальные -и δημοτικά λουτρά.
2. πλύση•до -и πριν το λουτρό•
после -и μετά το λουτρό.
|| ζέστη•какая у вас -! τι ζέστη έχετε!(σαν στο λουτρό).
|| μτφ. λούσιμο, κατσάδα•задать баню δίνω κατσάδα, κατσαδιάζω.
3. (τεχ.) υδατόλουτρο.εκφρ.кровавая баня – αιματοχυσία. -
4 баня
-
5 ванна
ванна ж в разн. знач. το λουτρό, το μπάνιο· η μπανιέ ρα, ο λουτήρας (тк. сосуд)· принять \ваннау κάνω μπάνιο, солнечные \ваннаы τα ηλιόλου τρα· воздушные \ваннаы τααερο λουτρα· грязевые \ваннаы τα λασπόλουτρα· морские \ваннаы τα θαλασσινά μπάνια* * *ж в разн. знач.το λουτρό, το μπάνιο; η μπανιέρα, ο λουτήρας (тк. сосуд)приня́ть ва́нну — κάνω μπάνιο
со́лнечные ва́нны — τα ηλιόλουτρα
возду́шные ва́нны — τα αερόλουτρα
грязевы́е ва́нны — τα λασπόλουτρα
морски́е ва́нны — τα θαλασσινά μπάνια
-
6 купание
-
7 принять
принять 1) (что-л.) παίρνω, λαβαίνω· \принять лекарство παίρνω φάρμακο* \принять ванну κάνω μπάνιο, παίρνω το λουτρό μου 2) (гостя, посетителя ) δέχομαι 3) (на работу и т. п.) προσλαβαίνω 4) (закон, проект ) εγκρίνω 5) (признать) παίρνω για· \принять за знакомого παίρνω κάποιον για γνωστό ◇ \принять участие в... παίρνω μέρος σε...· \принять во внимание λαβαίνω υπόψη μου \приняться (за что-л.) αρχίζω, καταπιάνομαι* * *1) (что-л.) παίρνω, λαβαίνωприня́ть лека́рство — παίρνω φάρμακο
приня́ть ва́нну — κάνω μπάνιο, παίρνω το λουτρό μου
2) (гостя, посетителя) δέχομαι3) (на работу и т. п.) προσλαβαίνω4) (закон, проект) εγκρίνω5) ( признать) παίρνω γιαприня́ть за знако́мого — παίρνω κάποιον για γνωστό
••приня́ть уча́стие в... — παίρνω μέρος σε…
приня́ть во внима́ние — λαβαίνω υπόψη μου
приня́ться (за что-л.) — αρχίζω, καταπιάνομαι
-
8 ванна
ванн||аж1. (сосуд) τό μπάνιο, ὁ λουτήρας, ἡ μπανιέρα;2. (купание) τό μπάνιο, τό λούσιμο, τό λουτρό:принять \ваннау κάμνω λουτρό, κάνω μπάνιο;3. (лечение) ἡ λουτροθεραπεία, τά λουτρά:воздушные \ваннаы τά ἀερόλουτρα; солнечные \ваннаы τά ἡλιόλουτρα, ἡ ἡλιοθεραπεία; морские \ваннаы τά θαλασσιά (θαλασσινά) λουτρά (или μπάνια). -
9 перекупить
ρ.δ.βλ. перекупить.ξαναγοράζομαι αγοράζομαι, για μεταπώληση.ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупанный, βρ: -пан, -а, -о.1. παραλούζω, βλάπτω με το πολύ το λούσιμο•перекупить ребнка παραλούζω το παιδάκι.
2. λούζω (όλους, πολλούς)•перекупить всех детей λούζω όλα τα παιδιά.
παραλούζομαι• παρακάνω λουτρό, βλάπτομαι•-лся и простудился έκανα πολύ λουτρό και κρυολόγησα.
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. αγοράζω ακριβότερα• ακριβοπληρώνω (για να μην το αγοράσει άλλος).2. αγοράζω από μεταπωλητή αγοράζω για μεταπώληση.3. αγοράζω (όλα, πολλά). -
10 баня
το λουτρόводяная - ύδατος, το υδατόλουτροвоздушная - του (θερμού) αέρος, το αερόλουτροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > баня
-
11 ванная
(комната) το λουτρότο μπάνιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ванная
-
12 закалка
тех. 1. (нагрев материалов и последующее их быстрое охлаждение) η βαφή, η σκλήρυνση- с охлаждением в масле - με ψύξη στο έλαιο/λάδι2. (резкое охлаждение) η ψύξη/σβέση (διά της εμβάπτισης)- с охлаждением в соляном растворе - με ψύξη σε διάλυμα/λουτρό άλατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закалка
-
13 баня
бан||яж1. τό μπάνιο, τό λουτρό;2. перен ἡ κατσάδα:задать \баняю кому́-л. κατσαδιάζω, λούζω γιά καλά; ◊ ну и \баня здесь ἐδῶ εἶναι φοῦρνος. -
14 выкупаться
вы́купать||сяλούζομαι, λούομαι, κάνω μπάνιο, κάνω λουτρό.IIвыкупа́тьнесов, выкупить сов1. (залог) ἐξαγοράζω, παίρνω πίσω τό ἐνέχυρο·2. (пленника) ἐξαγοράζω, πληρώνω τά λύτρα, ἀπολυτρώνω. -
15 купальня
купа||льняж τό λουτρό, τό μπάνιο. -
16 купанье
купа||ньес τό λούσιμο, τό μπάνιο / τό λουτρό (в море и т. п.). -
17 баня
[μπάνγια] ουσ. θ. λουτρό -
18 купальня
[κουπάλ'νγια] ουσ. θ. λουτρό -
19 баня
[μπάνγια] ουσ θ λουτρό -
20 купальня
[κουπάλ'νγια] ουσ θ λουτρό
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
λουτρό — το 1. το λούσιμο, το μπάνιο: Παίρνει το λουτρό του κάθε πρωί. 2. ο χώρος όπου λούζεται κανείς: Είναι κανείς στο λουτρό; 3. στον πληθ., λουτρά οι ιαματικές πηγές με τις εγκαταστάσεις τους για θεραπεία ασθενών: Ο γιατρός μού σύστησε να πάω στα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Λουτρό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 33 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου … Dictionary of Greek
Κάτω Λουτρό — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 486 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 43 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου … Dictionary of Greek
Παλαιό Λουτρό — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται A του Αιγάλεω, BA των Γαργαλιάνων … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
λουτρικός — ή, ό (ΑΜ λουτρικός, ή, όν) [λουτρόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λουτρό («λουτρικές εγκαταστάσεις») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λουτρικό η πετσέτα με την οποία σκουπίζεται κάποιος μετά το λουτρό νεοελλ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
λουτροφόρος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Έφερε στοιχεία αμφορέα ή υδρίας, αν και ξεχώριζε για τις λεπτές αναλογίες του σώματος και τον επιμήκη λαιμό του. Το χρησιμοποιούσαν είτε για το γαμήλιο λουτρό είτε ως επιτύμβιο σήμα σε τάφους ανύπαντρων, με… … Dictionary of Greek
ξυστρολήκυθος — ξυστρολήκυθος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «κάδος καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά» 2. ο δούλος που μετέφερε την ξύστρα και τη λήκυθο τού κυρίου του στο λουτρό και από το λουτρό προς τον οίκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα «είδος ξέστρας που χρησιμοποιούσαν μετά… … Dictionary of Greek