Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το λουτρό

См. также в других словарях:

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — το 1. το λούσιμο, το μπάνιο: Παίρνει το λουτρό του κάθε πρωί. 2. ο χώρος όπου λούζεται κανείς: Είναι κανείς στο λουτρό; 3. στον πληθ., λουτρά οι ιαματικές πηγές με τις εγκαταστάσεις τους για θεραπεία ασθενών: Ο γιατρός μού σύστησε να πάω στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Λουτρό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 33 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Λουτρό — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 486 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 43 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου …   Dictionary of Greek

  • Παλαιό Λουτρό — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται A του Αιγάλεω, BA των Γαργαλιάνων …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

  • λουτρικός — ή, ό (ΑΜ λουτρικός, ή, όν) [λουτρόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λουτρό («λουτρικές εγκαταστάσεις») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λουτρικό η πετσέτα με την οποία σκουπίζεται κάποιος μετά το λουτρό νεοελλ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • λουτροφόρος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Έφερε στοιχεία αμφορέα ή υδρίας, αν και ξεχώριζε για τις λεπτές αναλογίες του σώματος και τον επιμήκη λαιμό του. Το χρησιμοποιούσαν είτε για το γαμήλιο λουτρό είτε ως επιτύμβιο σήμα σε τάφους ανύπαντρων, με… …   Dictionary of Greek

  • ξυστρολήκυθος — ξυστρολήκυθος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «κάδος καὶ βησία ἐλαίου λουτρικά» 2. ο δούλος που μετέφερε την ξύστρα και τη λήκυθο τού κυρίου του στο λουτρό και από το λουτρό προς τον οίκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα «είδος ξέστρας που χρησιμοποιούσαν μετά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»